Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(προελθόντος ἱκανοῦ χρόνου

  • 1 προερχομαι

        (aor. 2 προῆλθον)
        1) идти или выступать вперед, продвигаться, отправляться
        

    (ἐς τὸ πλεῖον Thuc.; ἐπὴ χιλόν Xen.; πρός τινα NT.)

        π. κατὰ τέν ὁδόν Xen. — продолжать свой путь;
        οὐ π. ἐκ τοῦ χωρίου Xen.не покидать местности

        2) проходить
        

    (ἡμερησίαν ὁδόν Plat.; ῥύμην μίαν NT.)

        3) обгонять, опережать
        

    (τινα NT.)

        4) ( о времени) проходить, протекать
        5) перен. доходить, достигать
        

    οἱ προεληλυθότες ταῖς ἡλικίαις Xen. — люди преклонного возраста;

        ὁρᾶτε τὸ πρᾶγμα, οἷ προελήλυθεν ἀσελγείας ἄνθρωπος Dem. — вы видите, до какой степени наглости дошел этот человек;
        π. εἰς τοὔμπροσθε Isocr.делать успехи

        6) выдвигать
        

    τὸν πόδα π. ἐξ Αἰθιοπίας Luc.покидать Эфиопию

    Древнегреческо-русский словарь > προερχομαι

  • 2 Lapse

    subs.
    Interval: P. διάλειμμα, τό.
    Fault: P. πλημμέλεια, ή, P. and V. μαρτία, ή, V. ἀμπλκημα, τό; see Fault.
    Owing to lapse of time: P. διὰ χρόνου πλῆθος.
    After a considerable lapse of time: P. προελθόντος πολλοῦ χρόνου.
    After a sufficient lapse of time: P. χρόνου ἐπελθόντος ἱκανοῦ.
    After the lapse of three years: P. διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν.
    ——————
    v. intrans.
    Pass, elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι, P. διαγίγνεσθαι, προέρχεσθαι.
    Lapse into: P. περιίστασθαι εἰς (acc.), ἀποκλίνειν, πρός (acc.), ἐκπίπτειν εἰς (acc.).
    Fall into: P. and V. πίπτειν εἰς (acc.).
    Lapse to, devolve on: P. and V. προσκεῖσθαι (dat.), V. ῥέπειν εἰς (acc.); see Devolve (Devolve on).
    Come to an end: P. and V. ἐξέρχετθαι, ἐξήκειν.
    It happened that their thirty years truce with the Argives was on the point of lapsing: P. συνέβαινε πρὸς τοὺς Ἀργείους αὐτοῖς τὰς τριακονταέτεις σπονδὰς ἐπʼ ἐξόδῳ εἶναι (Thuc. 5, 14; cf. also Thuc. 5, 28).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lapse

См. также в других словарях:

  • προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»